Κρυφές στοές

… υπόγειες διαδρομές

Η Λεμονιά

Όταν ήταν κοριτσάκι η μαμά μου μένανε οικογενειακώς σε μια «αυλή». Δύο δωμάτια, μια κοινόχρηστη τσιμεντένια αυλή, δυό γλάστρες, καμία ιδιωτικότητα. Καημό το είχε ο παππούς που ήταν ο ένας πάνω στον άλλο και η χαρά του ήταν απερίγραπτη όταν άδειασε απέναντι ακριβώς μια μονοκατοικία, δύο δωμάτια και κουζίνα, όπου επιτέλους θα ήταν μόνη η οικογένεια. Οι τρεις τους με τη γιαγιά και το θείο, αν δεν κάνω λάθος η αδελφή μου πρέπει να είχε γεννηθεί ήδη τότε, άρα η μαμά είχε φύγει. Η ιδιοκτήτρια ήταν ηλικιωμένη, το νοίκι πολύ χαμηλό και φοβόταν ο παππούς μήπως πεθάνει και τα παιδιά της τους διώξουν. Πάνω από 20 χρόνια μετά πέθανε ο παππούς, αργότερα πέθανε η γιαγιά, η ιδιοκτήτρια ακόμα ζούσε…

Εκτός από «δικό τους» το σπίτι αυτό είχε ένα άλλο καλό. Είχε μια μεγάλη αυλή και έναν ακόμα μεγαλύτερο κήπο. Σ’ αυτή την αυλή γύρναγα κάθε μεσημέρι από το νηπιαγωγείο, σ΄αυτή την αυλή έμαθα ποδήλατο, παράταγα το παιχνίδι με το στανιό για να φάω δυο μπουκιές στο μαρμάρινο τραπέζι. Δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ κανείς στον κόσμο που να φτιάχνει πατάτες με αυγά καλύτερα από τη γιαγιά μου. Στο ίδιο τραπέζι καθόμουνα με τον παππού μου και μου ζωγράφιζε άλλους κήπους που πάντα είχαν μια βρυσούλα στην άκρη, εκεί καθόταν και μου έφτιαχνε καραβάκια με τα τσιγαρόχαρτα από τα Καρέλια του, εκεί μου έμαθε κι εμένα να φτιάχνω. Κι από πάνω μας ο Κίτσος, το καναρίνι, να κελαηδάει όταν του σφύριζες. Το Πάσχα σκάβαμε ένα λάκο στον κήπο για τα κάρβουνα και σουβλίζαμε το αρνί, την πρωτομαγιά κόβαμε λουλούδια και φτιάχναμε στεφάνια.

Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ενήλικη ότι ήταν ο μαγικός κήπος που διάβαζα στα παιδικά μυθιστορήματα και ζήλευα, αλλά τελικά είχα. Μια ροδιά, μια συκιά, μια μουσμουλιά και μια βερυκοκιά, μια πασχαλιά. Ένα -χρόνια κλειστό- πηγάδι, φυτεμένο με σκυλάκια. Βιολέτες, μαργαρίτες, κρίνοι («πάπιες» τους λέγαμε), μια «αράχνη» δίπλα στο κοτέτσι που είχε κότες μέχρι τις αρχές του ’90, γιασεμί, κατηφέδες, μια τριανταφυλλιά και τόσα άλλα. Κάθε άνοιξη πνιγόμασταν στα μοσχομπίζελα. Και μια λεμονιά.

Είχε μια διχάλα  στον κορμό της η λεμονιά. Έχω περάσει μήνες από τη ζωή μου πάνω σ’ αυτό το δέντρο. Μικρή ήμουνα κατσικάκι και ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι να σκαρφαλώνω και να κάθομαι εκεί. Έχω και μια φωτογραφία, με το μοναδικό μου φουστάνι, αταίριαστες κάλτσες και παντόφλες, σκαρφαλωμένη στη λεμονιά.

Όταν πέθανε η γιαγιά το κρατήσαμε για κάποιους μήνες το σπίτι, μέχρι να κάνουμε ένα ξεκαθάρισμα τι θα κρατήσουμε, τι θα δώσουμε, τι θα πετάξουμε από δυο ολόκληρες ζωές. Ήταν καλοκαίρι, Ιούλιος.  Πήγαινα κάθε μέρα για να ταΐζω ένα γατάκι που είχα μαζέψει και μέρα παρά μέρα πότιζα. Ήταν λίγο μάταιο, αφού δεν ήταν καθόλου σίγουρη η τύχη του κήπου, αλλά όσο ζούσαν τα φυτά, ζούσε κι η γιαγιά, ζούσε και η παιδική μου ηλικία. Ήταν μεγάλος ο κήπος, ήθελε ώρα η δουλειά. Ακόμα και σήμερα, για να με κάνεις ευτυχισμένη, αρκεί να με αφήσεις μόνη μου με ένα κήπο κι ένα λάστιχο. Αδειάζει το μυαλό και γεμίζει ηρεμία.

Λίγο καιρό αργότερα μείνανε για κάποιους μήνες κάποιοι μετανάστες στο σπίτι, αλλά μετά δεν ξανανοικιάστηκε ποτέ.  Ούτε εγώ ξαναπέρασα ποτέ απέξω κι ας ήταν το καθημερινό μου δρομολόγιο 10 μέτρα παραπέρα. Έκανα κύκλο. Μ’ έπιανε καμιά φορά περιέργεια, αλλά όταν με φέρνανε τα βήματα κοντά τελευταία στιγμή άλλαζα δρόμο. Έχω αλλάξει αμέτρητες φορές δρόμο. Ακουγόταν πολύ καιρό ότι θα το απαλλωτρίωνε το οικόπεδο ο δήμος να φτιάξει παιδική χαρά. Χρόνια ιστορία, τίποτα δεν γινόταν. Το καλοκαίρι που πέρασε, δεν θυμάμαι πως το έφερε η κουβέντα, μου είπε η μαμά μου ότι η παιδική χαρά έγινε.  Κι ένα σαββατόβραδο που βγήκα αργά για τσιγάρα αποφάσισα ότι επί τέλους θα περάσω για να δω. Ήταν καιρός.  Και πήγα λοιπόν, με την καρδιά να χτυπάει δυνατότερα όσο πλησίαζα. Κι εκεί μέσα στο τσιμέντο και τα ξύλινα παιχνίδια την είδα. Ήταν η λεμονιά που στεκόταν, λίγο μαραμένη μου φάνηκε (δεν πολυπλησίασα), ακόμα εκεί. Για κάποιο μυστήριο λόγο είχε γλυτώσει από το γκρέμισμα, τις μπουλντόζες, το τσιμέντωμα.  Την επόμενη φορά θα βρω το θάρρος να πάω να σκαρφαλώσω στη διχάλα της.

DSC_0925r

ΥΓ: Ήθελα από το καλοκαίρι να γράψω για τη λεμονιά μου, αλλά δεν μπορούσα να κάτσω να τη σκεφτώ για όση ώρα χρειαζόταν (χαζό ε;). Αφορμή για να το κάνω μου έδωσε αυτό το ποστ. Πήγα σήμερα λοιπόν να βγάλω και μια φωτογραφία. Ευτυχώς δεν είναι πια όλα τσιμέντο γύρω όπως τα θυμόμουν.Κανείς δεν φροντίζει το δέντρο μου πια, και στη διχάλα έχουν φυτρώσει ένα σωρό κλαδάκια. Θυμόμουν ακριβώς που ήταν το δέντρο όταν έβγαινες από την κουζίνα, που ήταν η μάντρα που χώριζε τον κήπο από το διπλανό σπίτι. Σήμερα μου φάνηκαν όλα πιο μικρά.

http://wp.me/pTiK1-6S1

2 responses to “Η Λεμονιά

  1. mitera 8 Δεκεμβρίου, 2012 στο 20:21

    Tόσο οικείες περιγραφές…ο δικός μου κήπος,ο κήπος των παιδικών μου αναμνήσεων,ευτυχώς δεν γκρεμίστηκε. 🙂
    Περιφράχτηκε όμως, απο τους εδώ και χρόνια νέους ιδιοκτήτες, Όποτε περνάω απο κει,όλο λέω να χτυπήσω τη πόρτα και να μπω..αλλά πάντα η ώρα είναι ακατάλληλη… 😦

  2. onlyandjustme 9 Δεκεμβρίου, 2012 στο 00:20

    τι όμορφη περιγραφή…
    καλό σου βράδυ..

πες κάτι επιτέλους!